σεληνόπληκτος

σεληνόπληκτος
-ον, Α
1. αυτός που έχει πληγεί από την βλαβερή επίδραση τής Σελήνης
2. (κατ* επέκτ.) ο επιληπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + -πληκτος (< πλήττω), πρβλ. θαλασσό-πληκτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σεληνόπληκτος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληνόπληκτε — σεληνόπληκτος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληνόβλητος — ον, Α σεληνόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + βλητος (< βάλλω), πρβλ. πετρό βλητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”